καρδιοστρόφος

καρδιοστρόφος
καρδιοστρόφος, ὁ (Μ)
αυτός που στρέφει, που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-* + -στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. ασπιδη-στρόφος, ηνιο-στρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιστροφία — ἐπιστροφία, ἡ (Α) [επίστροφος] (επίθ. τής Αφροδίτης) η «καρδιοστρόφος», αυτή που κάνει τα συναισθήματα να αλλάξουν …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”